Η Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού δημιουργήθηκε λόγω της εμφάνισης και του έργου του Παντοδύναμου Θεού, της Δευτέρας Παρουσίας του Ιησού Χριστού, του Χριστού των εσχάτων ημερών. Ιδρύθηκε εξ ολοκλήρου προσωπικά από τον Παντοδύναμο Θεό, και σίγουρα δεν δημιουργήθηκε από κανέναν άνθρωπο. Το ποίμνιο του Θεού ακούει τη φωνή Του. Μέσα από τα λόγια του Παντοδύναμου Θεού αναγνωρίζουμε ότι όλα τα λόγια που εκφράζει ο Παντοδύναμος Θεός είναι η αλήθεια κι η φωνή του Θεού.

菜单栏

ΑΡΧΙΚΗ

Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Η Αγάπη του Θεού δεν έχει όρια

Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού
Η Αγάπη του Θεού δεν έχει όρια

Από την Τσόου Τσινγκ, επαρχία Σανντόνγκ

Έχω υπομείνει στο έπακρο τις δυστυχίες ετούτης της ζωής. Δεν ήμουν πολλά χρόνια παντρεμένη όταν απεβίωσε ο σύζυγός μου και, από εκείνη τη στιγμή, η βαριά ευθύνη της οικογενειακής φροντίδας έπεσε απευθείας στους ώμους μου. Έχοντας ένα μικρό παιδί, έζησα δύσκολη ζωή. Αποτελούσα πάντοτε στόχο της χλεύης και της περιφρόνησης των άλλων· αδύναμη και αβοήθητη, έπλενα κάθε μέρα το πρόσωπό μου με τα δάκρυά μου, νιώθοντας πως η ζωή σε ετούτον τον κόσμο ήταν πολύ σκληρή. Την εποχή που παράδερνα στα βάθη της απαισιοδοξίας και της απόγνωσης, μία αδελφή μοιράστηκε μαζί μου το ευαγγέλιο του έργου του Παντοδύναμου Θεού τις έσχατες ημέρες.
Η καρδιά μου πλημμύρισε από θέρμη όταν διάβασα τα εξής λόγια από τον Παντοδύναμο Θεό: «Όταν θα είσαι κουρασμένος κι όταν θα αρχίσεις να νιώθεις την απόγνωση του κόσμου αυτού, μη μπερδευτείς, μην κλάψεις. Ο Παντοδύναμος Θεός, ο Παρατηρητής, θ’ αγκαλιάσει την άφιξή σου ανά πάσα στιγμή» («Ο αναστεναγμός του Παντοδύναμου» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Ο Θεός με κάλεσε σαν στοργική μητέρα, και ένιωσα πως είχα βρει επιτέλους το σπίτι μου, πως είχα βρει το στήριγμά μου και ένα μέρος ανάπαυσης για το πνεύμα μου. Έκτοτε, διάβαζα τον λόγο του Θεού κάθε μέρα, και κατέληξα να διδαχτώ πως ο Θεός είναι η πηγή κάθε ζωής, πως ο Θεός εξουσιάζει τη μοίρα κάθε ανθρώπου και πως ο Παντοδύναμος Θεός είναι το αποκλειστικό στήριγμα και η μοναδική σωτηρία της ανθρωπότητας. Προκειμένου να κατανοήσω περισσότερες αλήθειες, παρακολουθούσα ενεργά τις εκκλησιαστικές συγκεντρώσεις και, στην Εκκλησία του Παντοδύναμου Θεού, είδα με τα μάτια μου πως όλοι οι αδελφοί και οι αδελφές συμπεριφέρονταν μεταξύ τους με απλότητα και ειλικρίνεια. Όταν ήμουν μαζί τους, ένιωθα άνετα, ένιωθα στην καρδιά μου μια έντονη αίσθηση ανακούφισης και απολάμβανα μία ευτυχία και μία χαρά που δεν είχα ξανανιώσει ποτέ στον κόσμο. Έτσι, γέμισα σιγουριά και ελπίδα για το μέλλον μου. Άρχισα να εκτελώ το καθήκον μου στην εκκλησία, προκειμένου να ξεπληρώσω την αγάπη του Θεού. Παρ’ όλα αυτά, προς έκπληξή μου, η κυβέρνηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας δεν επιτρέπει σε κανέναν να πιστεύει στον αληθινό Θεό ή να ακολουθεί τον σωστό δρόμο, και στα χέρια της υποβλήθηκα σε στυγνή και απάνθρωπη καταδίωξη και αιχμαλωσία, απλώς και μόνο εξαιτίας της πίστης μου.

Ένα απόγευμα, τον Δεκέμβριο του 2009, έκανα μπουγάδα στο σπίτι μου όταν, εντελώς ξαφνικά, πέντε-έξι αστυνομικοί με πολιτικά ρούχα εισέβαλαν στην αυλή μου. Ένας από αυτούς φώναξε: «Είμαστε από την Ταξιαρχία Εγκληματολογικής Αστυνομίας, που έχει αναλάβει να πατάξει τους πιστούς του Παντοδύναμου Θεού!» Πριν μπορέσω να ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου, έκαναν άνω κάτω το σπίτι μου σαν συμμορία ληστών. Έψαξαν όλο το οίκημα, μέσα και έξω, και κατέσχεσαν μερικά βιβλία για την πίστη στον Θεό, μια συσκευή αναπαραγωγής DVD και δύο συσκευές αναπαραγωγής CD που βρήκαν. Ύστερα, με συνόδευσαν σε ένα περιπολικό και με πήγαν στο αστυνομικό τμήμα. Καθ’ οδόν για εκεί, σκεπτόμουν πώς περιέγραφαν οι αδελφοί και οι αδελφές τη σύλληψη και τα στυγνά βασανιστήριά τους από τη μοχθηρή αστυνομία, και ένιωσα ένα τρομερό σφίξιμο στην καρδιά· φοβόμουν πολύ. Σε αυτή τη δεινή θέση, προσευχήθηκα εσπευσμένα στον Θεό: «Ω, Παντοδύναμε Θεέ! Ετούτη τη στιγμή νιώθω τόσο αδύναμη. Η σκέψη πως θα βασανιστώ με γεμίζει τρόμο. Σε παρακαλώ, δώσε μου πίστη και δύναμη, και διώξε τον φόβο μου». Αφού προσευχήθηκα, συλλογίστηκα δύο αποσπάσματα από τα λόγια του Θεού: «Εκείνοι που βρίσκονται στην εξουσία μπορεί να δείχνουν μοχθηροί εξωτερικά, αλλά μη φοβάστε, καθότι αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχετε πολλή πίστη. Εφόσον η πίστη σας μεγαλώσει, τίποτα δεν θα είναι υπερβολικά δύσκολο» («Κεφάλαιο 75» του «Ομιλίες του Χριστού στην αρχή» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). «Σε όλα τα σχέδιά Μου, ο μεγάλος κόκκινος δράκοντας είναι το αντιθετικό στοιχείο Μου, ο εχθρός Μου, κι επίσης ο υπηρέτης Μου· ως εκ τούτου, δεν έχω ποτέ χαλαρώσει τις “απαιτήσεις” Μου γι’ αυτόν» («Κεφάλαιο 29» του «Τα λόγια του Θεού προς ολόκληρο το σύμπαν» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Καθώς συλλογιζόμουν τα λόγια του Θεού, σκέφτηκα πως φοβόμουν τα σκληρά βασανιστήρια του Σατανά, επειδή δεν είχα πραγματική πίστη στον Θεό. «Ο Σατανάς είναι στην πραγματικότητα ένα αντιθετικό στοιχείο, το οποίο βρίσκεται στην υπηρεσία του έργου του Θεού», συλλογίστηκα. «Όσο σκληρός και ανελέητος και αν είναι, δεν παύει να βρίσκεται στα χέρια του Θεού, και δεν έχει άλλη επιλογή από το να συμμορφώνεται με τις ενορχηστρώσεις και τις διευθετήσεις του Θεού. Επιπλέον, όσο πιο σκληρός και ανελέητος είναι ο Σατανάς, τόσο περισσότερο πρέπει να βασίζομαι στην πίστη μου προκειμένου να γίνω μάρτυρας για τον Θεό. Αυτή την κρίσιμη στιγμή, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να δειλιάσω μπροστά στην τυραννική δύναμη του Σατανά, αντιθέτως, οφείλω να στηριχτώ στην πίστη και τη δύναμη που μου δίνει ο Θεός για να υπερνικήσω τον Σατανά». Σκεπτόμενη όλα αυτά, σταμάτησα να φοβάμαι τόσο.

Όταν φτάσαμε στο αστυνομικό τμήμα, δύο αστυνομικοί μού πέρασαν χειροπέδες δίχως να μου πούνε λέξη, και με πήγαν με κλωτσιές και σπρωξιές στον δεύτερο όροφο, πριν μου πούνε απειλητικά: «Επιφυλάσσουμε “ειδική μεταχείριση” σε ανθρώπους σαν του λόγου σου, και θα περάσεις καλά!» Βαθιά μέσα μου, ήξερα πως «ειδική μεταχείριση» σήμαινε βασανιστήρια. Εκείνη τη στιγμή, συνέχισα να προσεύχομαι στον Θεό βαθιά μέσα από την καρδιά μου και δεν τολμούσα να Τον αφήσω ούτε για μια στιγμή, νιώθοντας φόβο πως θα έχανα τη φροντίδα και την προστασία Του, και θα ξεγελιόμουν από τα δόλια σχέδια του Σατανά. Μόλις μπήκα στην αίθουσα ανάκρισης, ένας από τους αχρείους αστυνομικούς μού είπε να γονατίσω. Όταν δεν υπάκουσα, μού έριξε μια δυνατή κλωτσιά πίσω από το γόνατο και έπεσα άθελά μου στα γόνατα με έναν γδούπο. Τότε, με περικύκλωσαν και άρχισαν να με χτυπούν και να με κλωτσούν, μέχρι που το κεφάλι μου γύριζε, τα μάτια μου θόλωσαν και άρχισε να τρέχει αίμα από τη μύτη και το στόμα μου. Παρ’ όλα αυτά, δεν είχαν τελειώσει, διότι με διέταξαν να καθίσω στα δάπεδο και έφεραν μια καρέκλα μπροστά μου. Ένας από τους διαβολικούς αστυνομικούς άρχισε να με χτυπάει δυνατά στην πλάτη και, με κάθε χτύπημα, το πρόσωπο και το κεφάλι μου προσέκρουαν με δύναμη επάνω στην καρέκλα. Το κεφάλι μου κουδούνιζε και ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Ένας από τους αστυνομικούς μού χαμογέλασε με κακία και είπε: «Κάποιος σε έχει ήδη προδώσει. Αν δεν αρχίσεις να μιλάς, θα σε χτυπήσουμε μέχρι θανάτου!» Αφού το είπε, μου έδωσε μπουνιά καταμεσής στο στέρνο, κάτι που με πόνεσε τόσο πολύ, που μου πήρε πολλή ώρα να μπορέσω να πάρω ανάσα. Τότε, ένας άλλος αστυνομικός φώναξε: «Πιστεύεις στα αλήθεια πως είσαι κάποια σύγχρονη Liu Hulan; Αργά ή γρήγορα, θα σου αποσπάσουμε την αλήθεια με το ξύλο!» Η συμμορία των αχρείων αστυνομικών με βασάνισε με κάθε είδους τρόπο. Σταμάτησαν μόνο όταν κουράστηκαν. Τη στιγμή ακριβώς που σκεφτόμουν πως μπορεί να μου άφηναν λίγο χρόνο να πάρω μια ανάσα, ένας αστυνομικός, γύρω στα πενήντα, πλησίασε για να επιχειρήσει να με ξεγελάσει, παίζοντας τον ρόλο του καλού αστυνομικού. «Κάποιος μάς είπε πως είσαι επικεφαλής εκκλησίας. Νομίζεις ότι, αν δεν μιλήσεις, δεν θα μπορέσουμε να σου προσάψουμε καμία κατηγορία; Σε παρακολουθούμε εδώ και πολύ καιρό, και σε συλλάβαμε τώρα, μόνο και μόνο επειδή έχουμε αρκετές αποδείξεις. Επομένως, άρχισε να μιλάς!» Όταν τον άκουσα να το λέει αυτό, σοκαρίστηκα. «Είναι δυνατόν να αληθεύει;» σκέφτηκα. «Αν είναι αλήθεια πως κάποιος φέρθηκε σαν Ιούδας και με πρόδωσε, τότε δεν γνωρίζουν ήδη τα πάντα για εμένα; Μπορώ να τη γλιτώσω χωρίς να τους πω τίποτα; Τι πρέπει να κάνω;» Στην απόγνωσή μου, ήρθαν στο μυαλό μου τα λόγια του Παντοδύναμου Θεού: «Σκέφτεσαι όλη τη χάρη που έχεις κερδίσει, όλα τα λόγια που έχεις ακούσει — μπορεί να τα έχεις ακούσει μάταια; Δεν έχει σημασία ποιος τρέχει μακριά, εσύ δεν μπορείς να το κάνεις. Άλλοι δεν πιστεύουν, εσύ όμως πρέπει να πιστέψεις. Άλλοι εγκαταλείπουν τον Θεό, αλλά εσύ πρέπει να Τον κρατήσεις και να γίνεις μάρτυράς Του. Άλλοι δυσφημούν τον Θεό, αλλά εσύ δεν μπορείς να το κάνεις. Όσο άσπλαχνος κι αν είναι ο Θεός μαζί σου, εσύ πρέπει να εξακολουθείς να Του φέρεσαι σωστά. Θα πρέπει να ανταποδίδεις την αγάπη Του και πρέπει να έχεις συνείδηση, γιατί ο Θεός είναι αθώος. Το ότι ήρθε από τον ουρανό στη γη να εργαστεί ανάμεσα στους ανθρώπους ήταν ήδη μια μεγάλη ταπείνωση. Είναι άγιος χωρίς την παραμικρή ακαθαρσία. Έχοντας έρθει στη γη της ακαθαρσίας, πόση ταπείνωση έχει υποφέρει; Το έργο Του μέσα σας είναι για το δικό σας καλό» («Η σημασία της σωτηρίας των απογόνων του Μωάβ» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Κάθε ένας από τους λόγους του Θεού έσεισε τη μουδιασμένη καρδιά μου, και η συνείδησή μου ένιωσε μια ισχυρή επίκριση. Συλλογίστηκα το γεγονός ότι είχα ακολουθήσει για χρόνια τον Παντοδύναμο Θεό, ότι είχα χαρεί ατελείωτη αγάπη και ζεστασιά από τον Θεό, ότι είχα αντλήσει την άφθονη παροχή ζωής από τον Θεό, ότι είχα κατανοήσει αλήθειες, τις οποίες δεν κατάφερε κανείς στην ιστορία να κατανοήσει, ότι συνειδητοποίησα το νόημα και την αξία της ζωής και απαλλάχτηκα από τον πρότερο, σκοτεινό βίο μου, που ήταν γεμάτος πόνο, θλίψη και απόγνωση. Ο Θεός μού παρείχε απίστευτη αγάπη –πώς ήταν δυνατόν να το ξεχάσω; Πώς ήταν δυνατόν να τα χάσω και να σκεφτώ ακόμη και να προδώσω τον Θεό, τη στιγμή που πληροφορήθηκα πως κάποιος άλλος Τον πρόδωσε; Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, έκλαιγα αδιάκοπα, και απεχθανόμουν τον εαυτό μου που υστερούσα τόσο σε συνείδηση και ανθρωπιά. Όποτε μού έδειχνε κάποιος καλοσύνη, σκεφτόμουν κάθε πιθανό τρόπο να επιστρέψω την καλοσύνη. Ωστόσο, ενώ ο Θεός μού απένειμε τόση χάρη και τόσες ευλογίες, και με κατέστησε αποδέκτη τόσο μεγάλης σωτηρίας, η συνείδησή μου παρέμενε μουδιασμένη. Όχι μόνο δεν μου πέρασε καν από το μυαλό η σκέψη να το ανταποδώσω στον Θεό, αντιθέτως, όταν βρέθηκα σε δεινή θέση, σκεπτόμουν μάλιστα να Τον προδώσω. Προκαλούσα τόση θλίψη στην καρδιά του Θεού! Εκείνη τη στιγμή, ένιωσα βαθιά μεταμέλεια που αμφιταλαντεύτηκα. Αν κάποιος είχε πράγματι μόλις προδώσει τον Θεό, τότε σίγουρα ο Θεός θα ένιωθε αυτή τη στιγμή τρομερό πόνο και θλίψη, και θα έπρεπε να προσπαθώ να παρηγορήσω την καρδιά Του με τη δική μου αφοσίωση. Παρ’ όλα αυτά, εγώ στάθηκα τόσο εγωίστρια και ποταπή που, όχι μόνο δεν είχα σταθεί στο πλευρό του Θεού, αλλά είχα σκεφτεί και να Τον προδώσω, μόνο και μόνο για να εξακολουθήσω να ζω μια αξιοθρήνητη και ποταπή ζωή. Είχα σκεφτεί μοναχά τον εαυτό μου, δίχως καμία απολύτως συνείδηση ή λογική –προκαλούσα τόσο πόνο στην καρδιά του Θεού και Τον έκανα να με μισήσει τόσο! Ενώ κατηγορούσα τον εαυτό μου, βυθισμένη σε τύψεις, απηύθυνα μια σιωπηλή προσευχή στον Θεό: «Ω, Παντοδύναμε Θεέ! Υστερώ τόσο πολύ σε συνείδηση και ανθρωπιά! Εσύ μου έδωσες μόνο αγάπη και ευλογίες, και όμως εγώ Σου το ανταπέδωσα μόνο με πόνο και οδύνη. Ω, Θεέ μου! Σε ευχαριστώ για την καθοδήγησή Σου, που μου επέτρεψε να ξέρω πια τι να κάνω. Πλέον επιθυμώ να Σε ικανοποιήσω για μια φορά με αληθινές πράξεις. Όσο και αν με βασανίσει ο Σατανάς, καλύτερα να πεθάνω παρά να μη μείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για Εσένα, και δεν θα Σε προδώσω ποτέ!» Ο αχρείος αστυνομικός είδε πόσο έκλαιγα και νόμιζε πως άρχισα να λυγίζω, έτσι, με πλησίασε και μου είπε με προσποιητή πραότητα: «Πες μας αυτό που θέλουμε να μάθουμε. Πες μας, και θα μπορέσεις να πας στο σπίτι σου». Κάρφωσα επάνω του το βλέμμα μου και είπα οργισμένα: «Αποκλείεται να προδώσω ποτέ τον Θεό!» Όταν με άκουσε να το λέω αυτό, έγινε έξω φρενών· άρχισε να με χαστουκίζει και να φωνάζει υστερικά: «Ώστε προτιμάς το μαστίγιο από το καρότο; Προσπάθησα να σου παράσχω έναν τρόπο να γλιτώσεις με κάποια αξιοπρέπεια, αλλά εσύ μού πετάς την προσπάθεια στα μούτρα. Νομίζεις πως δεν μπορούμε να σου κάνουμε τίποτε; Αν δεν αρχίσεις να συμπεριφέρεσαι σωστά και δεν ομολογήσεις, θα σε κλείσουμε στη φυλακή για πέντε χρόνια, και θα απαγορευτεί στο παιδί σου να πηγαίνει στο σχολείο». Εγώ απάντησα: «Αν είναι να περάσω πέντε χρόνια στη φυλακή, αυτό είναι κάτι που θα αναγκαστώ να υπομείνω. Μπορείτε να σταματήσετε το παιδί μου από το να πηγαίνει στο σχολείο, αλλά η μοίρα του παραμένει αυτή που είναι. Θα υποταχθώ στην κυριαρχία του Θεού». Η συμμορία των διαβόλων εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο, και ένας από αυτούς με άρπαξε από τον γιακά και με έσυρε σε μια εξέδρα από μπετόν. Ύστερα, με ανάγκασαν να καθίσω κάτω με τα πόδια τεντωμένα. Ένας αστυνομικός μού πατούσε δυνατά το ένα πόδι, ενώ ένας άλλος πίεσε δυνατά το γόνατο στην πλάτη μου, τραβώντας μου βίαια και τα δυο μπράτσα προς τα πίσω. Ένιωσα ευθύς στα χέρια μου έναν αβάσταχτο πόνο, σαν να είχαν σπάσει και τα δύο, και το κεφάλι μου τινάχτηκε ακούσια στην εξέδρα από μπετόν, βγάζοντας αμέσως ένα τεράστιο καρούμπαλο. Εκείνη την εποχή, ήμαστε στα μέσα του χειμώνα, με παγερούς αέρηδες, με κάθε σταγόνα νερού να μετατρέπεται σε πάγο, και όμως αυτοί οι σατανικοί αστυνομικοί με βασάνιζαν σε σημείο που έχυνα κουβάδες ιδρώτα, μουσκεύοντας τα ρούχα μου πέρα για πέρα. Βλέποντας πως εξακολουθούσα να μην ενδίδω, μου έσκισαν το καπιτονέ μπουφάν μου, με ανάγκασαν να ξαπλώσω ανάσκελα στο παγωμένο δάπεδο μόνο με τα λεπτά εσώρουχά μου και συνέχισαν να με ανακρίνουν. Όταν συνέχισα να μην απαντώ σε καμία ερώτησή τους, συνέχισαν να με κλωτσούν. Αυτή η συμμορία διαβόλων με βασάνισε μέχρι που βράδιασε και εξουθενώθηκαν όλοι, αλλά και πάλι, δεν απέσπασαν τίποτε από εμένα. Όταν έφυγαν για να φάνε το βραδινό τους, με απείλησαν λέγοντας: «Αν εξακολουθήσεις απόψε να κρατάς κλειστό το στόμα σου, θα σε δέσουμε απλώς στον “πάγκο του τίγρη”[α] και θα σε αφήσουμε να πεθάνεις από το κρύο!» Αφού το είπαν αυτό, βγήκαν έξω έξαλλοι. Εκείνη τη στιγμή, άρχισα να νιώθω φόβο και σκέφτηκα: «Σε ποια ακόμη βασανιστήρια θα με υποβάλει αυτή η σατανική αστυνομία; Θα μπορέσω να αντέξω;» Ιδίως όταν σκεπτόμουν τα άγρια πρόσωπά τους και τις σκηνές όπου με βασάνιζαν, ένιωθα ακόμη πιο απεγνωσμένη και αβοήθητη. Φοβόμουν πως δεν θα κατάφερνα να υπομείνω τα σκληρά βασανιστήρια και πως θα πρόδιδα τον Θεό, έτσι εξακολούθησα να προσεύχομαι σε Αυτόν. Εκείνη τη στιγμή, τα λόγια του Θεού μού πρόσφεραν μια υπενθύμιση: «Αν ο άνθρωπος κάνει άτολμες και φοβισμένες σκέψεις, τότε ξεγελιέται από τον Σατανά. Φοβάται πως θα διασχίσουμε τη γέφυρα της πίστης για να εισέλθουμε στον Θεό» («Κεφάλαιο 6» του «Ομιλίες του Χριστού στην αρχή» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). Τα λόγια του Θεού καθάρισαν το μυαλό μου, και τότε κατάλαβα πως ο φόβος μου οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Σατανάς με είχε ξεγελάσει και, συνεπώς, είχα χάσει την πίστη μου στον Θεό. Συνειδητοποίησα, επίσης, πως έπρεπε πραγματικά να βιώσω αυτού του είδους την κατάσταση προκειμένου να ενδυναμωθώ και να διαπαιδαγωγηθώ, ειδάλλως θα ήμουν για πάντα ανίκανη να αναπτύξω πραγματική πίστη στον Θεό. Ακόμη περισσότερο, συνειδητοποίησα πως δεν πολεμούσα μόνη μου σε ετούτη τη δοκιμασία, αλλά πως είχα τον Παντοδύναμο Θεό ως ακλόνητο στήριγμά μου. Τότε σκέφτηκα τη στιγμή που οι Ισραηλίτες οδηγούνταν μακριά από την Αίγυπτο και καταδιώκονταν από Αιγύπτιους στρατιώτες μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα. Τότε, δεν υπήρχε επιστροφή, και εκείνοι υπάκουσαν στον λόγο του Θεού και βασίστηκαν στην πίστη τους για να διασχίσουν την Ερυθρά Θάλασσα. Προς έκπληξή τους, ο Θεός χώρισε στα δύο την Ερυθρά Θάλασσα και τη μετέτρεψε σε στεριά· τη διέσχισαν με ασφάλεια, διέφυγαν τον κίνδυνο και σώθηκαν, έτσι, από την καταδίωξη και τη σφαγή από τους Αιγύπτιους στρατιώτες. Το ίδιο ήταν και το σκληρό βασανιστήριο που υπέμενα από την αστυνομία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας. Εφόσον είχα πίστη και βασιζόμουν στον Θεό, αναμφίβολα θα κατατρόπωνα τον Σατανά! Και έτσι, η δύναμη επέστρεψε στην καρδιά μου και δεν ένιωθα πλέον τόσο δειλή και φοβισμένη. Έκανα μια προσευχή στον Θεό μέσα από την καρδιά μου: «Ω, Παντοδύναμε Θεέ! Θέλω να δώσω μάχη με τον Σατανά, ενώ θα στηρίζομαι σε Εσένα, και να μη δειλιάσω ποτέ ξανά μπροστά στην τυραννική δύναμη της μοχθηρής αστυνομίας! Θα μείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για Σένα!» Αυτή τη στιγμή του κινδύνου, ο Παντοδύναμος Θεός δεν λειτούργησε μόνο ως δυνατό στήριγμά μου, αλλά έδειξε έλεος και συμπόνια για την αδυναμία μου. Η αστυνομία δεν ήρθε ξανά να με ανακρίνει εκείνο το βράδυ, και πέρασα τη νύχτα ασφαλής.

Νωρίς το επόμενο πρωί, ήρθαν πολλοί αστυνομικοί με δολοφονικό βλέμμα και άρχισαν να με τρομοκρατούν λέγοντας: «Αφού δεν θέλεις να συνεργαστείς, θα το πληρώσεις! Θα σου δώσουμε μια γεύση από θάνατο! Ο Παντοδύναμος Θεός σου δεν μπορεί να σε σώσει τώρα. Δεν θα τα έβγαζες πέρα με αυτό, ακόμη και αν ήσουν η Liu Hulan! Αν δεν αρχίσεις να μιλάς, μην περιμένεις να βγεις ζωντανή από αυτό». Ύστερα, με ανάγκασαν πάλι να βγάλω το καπιτονέ μπουφάν μου και να ξαπλώσω στο παγωμένο δάπεδο ενώ με ανέκριναν. Βλέποντας τον κάθε ένα από αυτούς να έχει καθηλωμένο το βλέμμα του επάνω μου, διαποτισμένο με κακία, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να απευθυνθώ απεγνωσμένα στον Θεό και να Του ζητήσω να με κρατήσει ακλόνητη στη μαρτυρία μου. Βλέποντας πως παρέμενα σιωπηλή, εκείνοι έγιναν πυρ και μανία από ντροπή. Ένας από τους αστυνομικούς άρχισε να με χτυπάει άγρια στο κεφάλι με ένα ντοσιέ, μέχρι που ένιωσα ζαλάδα και ναυτία. Ενόσω με χτυπούσε, με έβριζε και με απειλούσε, λέγοντας: «Σήμερα ας της δώσουμε πραγματικά μια γεύση από την κρεμάλα. Πού πηγαίνει σχολείο ο γιός της; Ενημερώστε τον διευθυντή του σχολείου και φέρτε τον γιο της εδώ. Θα την κάνουμε να εύχεται να ήταν νεκρή». Ύστερα με ανέκριναν για τα αντικείμενα που βρήκαν στο σπίτι μου, όμως, επειδή δεν τους ικανοποίησα με τις απαντήσεις μου, άρχισαν να με χτυπούν με το ντοσιέ στο στόμα, μέχρι που κύλισε αίμα από τις άκρες των χειλιών μου. Ύστερα με ξυλοκόπησαν άγρια σε όλο μου το σώμα, και σταμάτησαν μόνο όταν κουράστηκαν. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μπήκε στην αίθουσα ένας αστυνομικός, είδε πως δεν είχα ομολογήσει και τότε τέσσερις-πέντε από αυτούς με πλησίασαν, μου έβγαλαν τις χειροπέδες και, κατόπιν, μου τις πέρασαν ξανά με τα χέρια μου πιασμένα πισθάγκωνα. Με ανάγκασαν να καθίσω μπροστά σε ένα μεγάλο γραφείο, με το κεφάλι μου στο ύψος της άκρης του και τα πόδια μου τεντωμένα. Όταν θεωρούσαν ότι τα πόδια μου δεν ήταν αρκετά ίσια, τα πατούσαν με δύναμη και πίεζαν προς τα κάτω τους ώμους μου. Για αρκετή ώρα, κρατούσαν τα μπράτσα και τις χειροπέδες μου ψηλά πίσω μου και με ανάγκαζαν να παραμείνω εντελώς ακίνητη σε αυτή τη στάση που μου επέβαλαν. Αν έκανα προς τα μπροστά, θα χτυπούσα το κεφάλι μου στο γραφείο, αν έκανα προς τα αριστερά, προς τα δεξιά ή προς τα πίσω, τιμωρούμουν σκληρά. Αυτή η άθλια τακτική τους μού προκάλεσε τόσο πολύ πόνο, που ήθελα απλώς να πεθάνω και έβγαζα απανωτές, ανατριχιαστικές κραυγές. Μόνο όταν είδαν πως κόντευα να πεθάνω, με άφησαν και μου επέτρεψαν να μείνω ξαπλωμένη στο δάπεδο. Ύστερα από λίγο, αυτή η συμμορία των απάνθρωπων διαβόλων άρχισε ξανά να με βασανίζει και να βιαιοπραγεί εναντίον μου. Τέσσερις ή πέντε σατανικοί αστυνομικοί πάτησαν επάνω στα πόδια και τα χέρια μου για να μην μπορώ να κουνηθώ και ύστερα μου έκλεισαν τη μύτη και μου πίεσαν τα μάγουλα για να με αναγκάσουν να ανοίξω το στόμα, ενώ έριχναν μέσα ακατάπαυστα κρύο νερό. Ενώ πνιγόμουν, πάλεψα απεγνωσμένα, ωστόσο εξακολουθούσαν να μη με αφήνουν, και σταδιακά έχασα τις αισθήσεις μου. Δεν έχω ιδέα πόση ώρα ήμουν αναίσθητη, αλλά συνήλθα ξαφνικά, πνιγμένη από το νερό και άρχισα να βήχω δυνατά. Βγήκε νερό από το στόμα, τη μύτη και τα αυτιά μου, και το στήθος μου πονούσε φρικτά. Το μόνο που αισθανόμουν ήταν το απόλυτο σκοτάδι να με περικυκλώνει και ένιωθα λες και τα μάτια μου έβγαιναν από τις κόγχες τους. Πνιγόμουν σε τέτοιον βαθμό, που μπορούσα μόνο να εκπνεύσω και όχι να εισπνεύσω. Τα μάτια μου ήταν θολά και ένιωθα πως ο θάνατος θα ερχόταν σύντομα. Καθώς η ζωή μου κρεμόταν από μια κλωστή, με έπιασε ξαφνικά ένας ακόμη δυνατός παροξυσμός βήχα και σπασμών, και κατάφερα να φτύσω λίγο νερό. Μετά από αυτό, ένιωσα κάπως καλύτερα. Τότε, ένας από τους αχρείους αστυνομικούς με ανάγκασε να καθίσω τραβώντας με από τα μαλλιά και μου έβγαλε βίαια τις χειροπέδες. Ύστερα διέταξε ένα από τα τσιράκια του να φέρει μια ράβδο ηλεκτροσόκ για να τη χρησιμοποιήσει επάνω μου. Προς έκπληξή μου, όταν γύρισε το τσιράκι, είπε: «Βρήκα μόνο τέσσερις. Οι δύο δεν λειτουργούν και οι άλλες δύο θέλουν φόρτιση». Όταν το άκουσε αυτό, ο αξιωματούχος βρυχήθηκε εξοργισμένος: «Είσαι πολύ ηλίθιος για να κάνεις οτιδήποτε! Φέρε νερό με καυτερό πιπέρι!» Προσευχόμουν ακατάπαυστα στον Θεό μέσα από την καρδιά μου, ζητώντας Του να με προστατέψει για να μπορέσω να αντεπεξέλθω σε όλα τα σκληρά βασανιστήρια που μου επέβαλε η μοχθηρή αστυνομία. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, συνέβη κάτι αναπάντεχο: ένας από τους αστυνομικούς είπε: «Αυτό παραπάει. Ήδη τη βασανίσαμε σκληρά. Μην το συνεχίζετε άλλο». Όταν το άκουσε εκείνος ο αστυνομικός, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να υποχωρήσει. Εκείνη τη στιγμή, αντιλήφθηκα πραγματικά την κυριαρχία και τη διακυβέρνηση του Θεού πάνω στα πάντα, διότι ο Θεός ήταν που με προστάτευε και μου παρείχε αυτή την αναβολή. Παρ’ όλα αυτά, εκείνοι οι μοχθηροί αστυνομικοί δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να με αφήσουν. Μου έδεσαν ξανά τα χέρια πισθάγκωνα με χειροπέδες, πάτησαν επάνω στα πόδια μου και τράβηξαν τα δεμένα χέρια μου προς τα επάνω με όλη τους τη δύναμη. Το μόνο που ένιωθα ήταν αβάσταχτος πόνος, θαρρείς και τα χέρια μου έσπαγαν, και ούρλιαζα χωρίς σταματημό. Μέσα στην καρδιά μου επικαλούμουν διαρκώς τον Παντοδύναμο Θεό και, δίχως να το συνειδητοποιήσω, ξεστόμισα: «Παντο…» Αλλά τότε χαμήλωσα αμέσως τη φωνή μου και είπα απλώς: «Όλα όσα ξέρω… θα σας πω όλα όσα ξέρω». Η συμμορία πίστεψε πως ήθελα πραγματικά να τους πω τα πάντα, έτσι με άφησαν και φώναξαν: «Είμαστε όλοι επαγγελματίες ερευνητές. Μη διανοηθείς καν να μας ξεγελάσεις. Αν δεν συμμορφωθείς και δεν μας πεις τα πάντα τώρα, δεν πρόκειται να ζήσεις για πολύ ακόμα ούτε πρόκειται να φύγεις από αυτό το μέρος. Θα σου δώσουμε λίγο χρόνο να το σκεφτείς!» Ήμουν τρομερά αναστατωμένη ενόψει των βασανιστηρίων και των απειλών τους, και σκέφτηκα: «Δεν θέλω να πεθάνω εδώ, όμως, πραγματικά, ούτε θέλω να προδώσω τον Θεό ούτε να ξεπουλήσω την εκκλησία. Τι να κάνω; Και αν τους έλεγα μόνο για έναν αδελφό ή αδελφή;» Όμως, ξάφνου συνειδητοποίησα πως δεν θα μπορούσα ποτέ να το κάνω αυτό και πως, αν τους έλεγα οτιδήποτε, θα ήταν προδοσία προς τον Θεό και θα γινόμουν Ιούδας. Μέσα στον πόνο μου, προσευχήθηκα στον Θεό: «Ω, Θεέ μου! Τι πρέπει να κάνω; Σε παρακαλώ, διαφώτισέ με και καθοδήγησέ με και, Σε ικετεύω, δώσε μου δύναμη!» Μετά την προσευχή, σκέφτηκα τα λόγια του Θεού που λένε: «Η εκκλησία είναι η καρδιά Μου». «Πρέπει να θυσιάσετε τα πάντα, προκειμένου να προστατέψετε τη μαρτυρία Μου. Αυτός θα είναι ο στόχος των ενεργειών σας, να μην το ξεχνάτε» («Κεφάλαιο 41» του «Ομιλίες του Χριστού στην αρχή» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). «Ναι», σκέφτηκα. «Η εκκλησία είναι η καρδιά του Θεού. Αν πρόδιδα έναν αδελφό ή μία αδελφή, θα κατέστρεφα την εκκλησία, και αυτό είναι που θλίβει περισσότερο τον Θεό. Δεν πρέπει να κάνω τίποτε που να βλάψει την εκκλησία. Ο Θεός ήρθε στη γη από τον ουρανό προκειμένου να εργαστεί για τη σωτηρία μας, και ο Σατανάς έχει το άπληστο βλέμμα του καθηλωμένο σε όσους από εμάς έχουμε επιλεχθεί από τον Θεό, ελπίζοντας μάταια να μας γραπώσει με τη μία και να καταστρέψει την εκκλησία του Θεού. Άμα πρόδιδα τους αδελφούς και τις αδελφές μου, δεν θα επέτρεπα να πετύχει η ύπουλη σκευωρία του Σατανά; Ο Θεός είναι τόσο καλός και όλα όσα κάνει στον άνθρωπο, τα κάνει από αγάπη. Δεν πρέπει να πληγώσω την καρδιά του Θεού. Σήμερα δεν μπορώ να κάνω τίποτε για τον Θεό, επομένως ζητώ απλώς να καταφέρω να παραμείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για να ξεπληρώσω την αγάπη του Θεού –αυτό είναι το μοναδικό που μπορώ να κάνω». Μόλις αντιλήφθηκα το θέλημα του Θεού, έκανα μία προσευχή σε Εκείνον: «Ω, Θεέ μου! Δεν έχω ιδέα τι είδους βασανιστήρια μού επιφυλάσσουν ακόμη. Ξέρεις πως το ανάστημά μου είναι πολύ μικρό και πως συχνά νιώθω δειλή και φοβισμένη. Όμως πιστεύω πως Εσύ κρατάς τα πάντα στα χέρια Σου και επιθυμώ να πάρω ενώπιόν Σου την απόφαση να μείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για Εσένα, ακόμη και με τίμημα τη ζωή μου». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένας από τους αχρείους αστυνομικούς μού φώναξε οργισμένα: «Δεν το σκέφτηκες ακόμη; Αν δεν συμμορφωθείς και δεν μας τα πεις όλα, τότε θα φροντίσω να πεθάνεις εδώ σήμερα! Ούτε ο πανίσχυρος Θεός δεν μπορεί να σε σώσει!» Έκλεισα σφιχτά τα μάτια και, εμμένοντας στην απόφασή μου να παραμείνω ακλόνητη στη μαρτυρία μου με τίμημα τη ζωή μου, δεν είπα λέξη. Οι αστυνομικοί έτριξαν τα δόντια από οργή και μου όρμησαν, ταπεινώνοντας και βασανίζοντάς με αδιάκοπα όπως έκαναν και πριν, ποδοπατώντας και χτυπώντας με. Με χτύπησαν άγρια στο κεφάλι, μέχρι που άρχισε να γυρίζει. Τα πάντα μαύρισαν μπροστά στα μάτια μου και ένιωθα λες και το κεφάλι μου είχε ανοίξει στα δύο. Βαθμηδόν, άρχισα να αισθάνομαι πως δεν μπορώ να κουνήσω τα μάτια μου, το σώμα μου μούδιασε από τον πόνο και δεν άκουγα τίποτε καθαρά. Το μόνο που αντιλαμβανόμουν ήταν οι φωνές τους, που έμοιαζαν να έρχονται από κάπου πολύ μακριά. Παρ’ όλα αυτά, είχα πλήρη διαύγεια και εξακολουθούσα να επαναλαμβάνω σιωπηλά τα εξής λόγια: «Δεν είμαι Ιούδας. Θα πεθάνω πριν γίνω Ιούδας…» Δεν έχω ιδέα πόση ώρα πέρασε, όμως, όταν ξύπνησα, είδα πως ήμουν μούσκεμα, και τέσσερις-πέντε σατανικοί αστυνομικοί ήταν γονατισμένοι γύρω μου, σαν να έλεγχαν αν ήμουν ζωντανή ή νεκρή. Καθώς κοίταξα αυτή τη συμμορία αξιωματούχων, που δεν ήταν καλύτεροι από κτήνη, ένιωσα μέσα μου να φουντώνει τρομερή αγανάκτηση: Αυτή ήταν η «Λαϊκή Αστυνομία» που «αγαπούσε τον λαό σαν να ήταν παιδιά της»; Αυτοί ήταν τα όργανα της επιβολής του νόμου που «υπεραμύνονταν της δικαιοσύνης, τιμωρούσαν τους κακούς και βοηθούσαν τους καλούς»; Όλοι αυτοί ήταν απλώς δαίμονες και τέρατα της κολάσεως! Εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκα το απόσπασμα από ένα κήρυγμα: «Ο μεγάλος κόκκινος δράκοντας αντιστέκεται και επιτίθεται στον Θεό άγρια και με μανία, και βλάπτει τον εκλεκτό λαό του Θεού με τον πιο σατανικό και τρομερό τρόπο –αυτά είναι τα γεγονότα. Ο μεγάλος κόκκινος δράκοντας καταδιώκει και εκβιάζει τον εκλεκτό λαό του Θεού, και ποιος είναι ο σκοπός αυτής της ενέργειάς του; Επιθυμεί να εξαλείψει πλήρως το έργο του Θεού τις έσχατες ημέρες και να εξαλείψει την επιστροφή του Θεού. Αυτή είναι η μοχθηρία του μεγάλου κόκκινου δράκοντα και αυτό είναι το πανούργο σχέδιο του Σατανά» («Πώς να αναγνωρίζετε και να ξεχωρίζετε τη φύση και τα δηλητήρια του μεγάλου κόκκινου δράκοντα» στο βιβλίο «Κηρύγματα και Συναναστροφή για την Είσοδο στη Ζωή, Τόμος Γ’»). Βλέποντας τα γεγονότα γύρω μου υπό το φως αυτών των λόγων, είδα ολοκάθαρα πως η κυβέρνηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας είναι η ενσάρκωση του Σατανά και πως είναι ο μοχθηρός που εναντιώθηκε εξαρχής στον Θεό. Κι’ αυτό διότι μόνο ο διάβολος ο Σατανάς μισεί την αλήθεια, φοβάται το αληθινό φως και επιθυμεί να αποδιώξει τον ερχομό του αληθινού Θεού, διότι μόνο αυτός μπορεί να πληγώσει ανελέητα και να βασανίσει τόσο απάνθρωπα εκείνους που ακολουθούν τον Θεό και βαδίζουν στον σωστό δρόμο. Τώρα ο Θεός έχει ενσαρκωθεί, έχει έρθει για να εργαστεί μέσα στο άντρο του και έχει κανονίσει να υπομείνω αυτή την κατάσταση, έτσι ώστε να συνειδητοποιήσω, όσο βαθιά παραπλανημένη και αν ήμουν από τον Σατανά, πως ο διάβολος ο Σατανάς είναι αυτός που βλάπτει και αφανίζει τους ανθρώπους, πως υπάρχει φως πίσω από την σκοτεινή εξουσία του και πως υπάρχει ένας αληθινός Θεός που μας προστατεύει και προνοεί για εμάς μέρα-νύχτα. Ο ερχομός του Παντοδύναμου Θεού μού έφερε την αλήθεια και το φως, και μου επέτρεψε να δω επιτέλους το δαιμονικό πρόσωπο της κυβέρνησης του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, που καθημερινά προβάλλεται ως «σπουδαία, έντιμη και δίκαια», γεννώντας μέσα μου έντονο μίσος γι’ αυτήν. Ο ερχομός Του μου επέτρεψε επίσης να συνειδητοποιήσω τη σημασία και την αξία που έχει να αναζητάς την αλήθεια, καθώς και να δω τον δρόμο του φωτός στη ζωή. Όσο περισσότερο το σκεπτόμουν, τόσο περισσότερο το αντιλαμβανόμουν και ένιωσα μια δύναμη να φουντώνει μέσα μου, βοηθώντας με να αντιμετωπίσω τα σκληρά βασανιστήρια των αξιωματούχων. Επίσης, ο σωματικός πόνος ελαττώθηκε και ήξερα βαθιά μέσα μου πως ο Θεός ήταν που με προστάτευε και με βοηθούσε να αντεπεξέλθω στις απόπειρες της αστυνομίας να μου αποσπάσει ομολογίες μέσω βασανιστηρίων.

Στο τέλος, η αστυνομία διαπίστωσε πως δεν μπορούσε να βγάλει λέξη από εμένα, έτσι μου απήγγειλε την κατηγορία της «διατάραξης δημόσιας τάξης» και με πήγε στo κρατητήριο. Σε αυτά τα μέρη, η κυβέρνηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας αναγκάζει τους κρατούμενους να δουλεύουν σαν μηχανές, υποχρεώνοντάς τους να εργάζονται ολημερίς, δίχως σταματημό. Κάθε νύχτα μετά βίας κοιμόμουν πέντε ώρες και κάθε μέρα εξαντλούμουν τόσο πολύ, που ένιωθα θαρρείς και ολόκληρο το σώμα μου κατέρρεε. Παρ’ όλα αυτά, οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι δεν με άφηναν ποτέ να χορτάσω φαΐ. Σε κάθε γεύμα, μου έδιναν μοναχά δύο μικρά ψωμάκια ψημένα στον ατμό και λίγα λαχανικά δίχως σταγόνα λαδιού. Τον καιρό που πέρασα κλεισμένη εκεί μέσα, η διαβολική αστυνομία ήρθε αρκετές φορές για να με ανακρίνει. Την τελευταία φορά που με ανέκριναν, είπαν πως θα με καταδίκαζαν σε δύο χρόνια αναμόρφωσης μέσω εργασίας. Τους ρώτησα θαρραλέα: «Ο νόμος του κράτους δεν προβλέπει την ελευθερία της πίστης; Γιατί να με καταδικάσετε σε δύο χρόνια αναμόρφωσης μέσω εργασίας; Είμαι άρρωστη. Αν πεθάνω, τι θα κάνουν το παιδί και οι γονείς μου; Θα πεθάνουν της πείνας αν δεν έχουν κανέναν να τους φροντίζει». Ένας αστυνομικός, γύρω στα πενήντα, είπε αυστηρά: «Θα καταδικαστείς, διότι παρέβης τον νόμο του κράτους και τα αποδεικτικά στοιχεία είναι αδιάψευστα!» Εγώ απάντησα: «Η πίστη στον Θεό είναι καλό πράγμα. Δεν είμαι δολοφόνος, δεν είμαι εμπρηστής, δεν κάνω τίποτε κακό. Απλώς επιδιώκω να είμαι καλός άνθρωπος. Γιατί δεν με αφήνετε λοιπόν να έχω την πίστη μου;» Η απάντησή μου τους έκανε έξω φρενών από ντροπή, και ένας από αυτούς με πλησίασε και μου έριξε ένα χαστούκι, πετώντας με κάτω. Ύστερα με ανάγκασαν να μείνω ξαπλωμένη. Ένας από αυτούς πίεζε τους ώμους μου προς τα κάτω, ενώ ένας άλλος κρατούσε τα πόδια μου. Ένας τρίτος πατούσε με δύναμη το πρόσωπό μου με τα δερμάτινα παπούτσια του και δήλωσε ξεδιάντροπα: «Τυχαίνει σήμερα να έχει παζάρι. Θα σε ξεγυμνώσουμε και θα σε περιφέρουμε στην αγορά!» Αφού το είπε αυτό, με πάτησε με δύναμη στο κάτω μέρος του σώματος και στο στέρνο. Στάθηκε με το ένα πόδι στο στέρνο μου, ύψωσε απειλητικά το άλλο, και το έκανε αυτό επανειλημμένα, ποδοπατώντας με ενίοτε στους μηρούς. Το παντελόνι μου είχε ξεσκιστεί από το ποδοπάτημα και ο καβάλος μου είχε σκιστεί επίσης. Αισθανόμουν τόσο ντροπιασμένη, που από τα μάτια μου έτρεχαν ακατάπαυστα δάκρυα και ένιωθα πως πήγαινα να τρελαθώ. Απλώς δεν μπορούσα να αντέξω να με ταπεινώνουν αυτοί οι διάβολοι κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ένιωθα πως ήταν πραγματικά πολύ σκληρό να ζω έτσι και πως θα προτιμούσα να πεθάνω. Την ώρα που ένιωθα αυτόν τον τρομερό ψυχικό πόνο, συλλογίστηκα τα λόγια του Θεού που λένε: «Ήλθε η ώρα να ξεπληρώσουμε την αγάπη του Θεού. Παρόλο που δεχόμαστε ουκ ολίγη γελοιοποίηση, συκοφαντία και καταδίωξη επειδή ακολουθούμε το μονοπάτι της πίστης στον Θεό, πιστεύω ότι αυτό είναι μια πράξη ουσίας. Περιέχει δόξα, όχι ντροπή· παρόλα αυτά οι ευλογίες που απολαμβάνουμε δεν είναι καθόλου ασήμαντες» («Το μονοπάτι… (2)» στο βιβλίο «Ο Λόγος Ενσαρκώνεται»). «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης» (Κατά Ματθαίον 5:10). Τα λόγια του Θεού αφύπνισαν ευθύς τη μνήμη μου. «Ναι», σκέφτηκα. «Ο πόνος και η ταπείνωση που υπομένω σήμερα είναι υψίστης σημασίας και αξίας. Το υποφέρω αυτό επειδή πιστεύω στον Θεό και βαδίζω στον σωστό δρόμο, και το υπομένω για να κατακτήσω την αλήθεια και τη ζωή. Το μαρτύριο αυτό δεν είναι ντροπιαστικό, τουναντίον, είναι μια ευλογία από τον Θεό. Απλώς φταίει ότι δεν καταλαβαίνω το θέλημα του Θεού και, όταν υποφέρω από αυτόν τον πόνο και την ταπείνωση, θέλω να πεθάνω για να βάλω ένα τέλος σε αυτά, και δεν βλέπω καθόλου την αγάπη και τις ευλογίες του Θεού. Πώς είναι δυνατόν να μην προκαλώ θλίψη στον Θεό;» Καθώς σκεφτόμουν αυτά τα πράγματα, ένιωσα μεγάλη ευγνωμοσύνη προς τον Θεό και πήρα σιωπηλά μια απόφαση: «Όσο και αν με ταπεινώσουν και με βασανίσουν αυτοί οι διάβολοι, δεν θα προσκυνήσω ποτέ τον Σατανά. Ακόμη και αν μου απομένει μία ανάσα, θα την ξοδέψω σωστά, θα γίνω μάρτυρας για τον Θεό και σε καμία περίπτωση δεν θα Τον απογοητεύσω». Αφού με βασάνισαν για δύο μερόνυχτα, εξακολούθησαν να μη βγάζουν λέξη από μένα, έτσι με έστειλαν στο Δημοτικό Κρατητήριο.

Στο κρατητήριο, συλλογίστηκα όλα όσα είχα βιώσει τις προηγούμενες μέρες και, σιγά σιγά, συνειδητοποίησα πως το να υποβληθώ σε τέτοιον διωγμό και τέτοιες αντιξοότητες ήταν η πιο βαθιά αγάπη και σωτηρία του Θεού για εμένα. Ο Θεός ήθελε να χρησιμοποιήσει αυτή την κατάσταση για να ενδυναμώσει τη θέλησή μου και την αποφασιστικότητά μου να υποφέρω, καθώς και για να εμφυσήσει πραγματική πίστη και αγάπη μέσα μου, προκειμένου να μάθω να είμαι υπάκουη σε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις και να μπορέσω να μείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για Εκείνον. Μπροστά στην αγάπη του Θεού, θυμήθηκα ότι είχα νιώσει αδύναμη και είχα επαναστατήσει πολλές φορές ενόσω βασανιζόμουν σκληρά, έτσι βρέθηκα ενώπιον του Θεού με βαθιά μετάνοια: «Ω, Παντοδύναμε Θεέ! Είμαι τόσο τυφλή και αδαής. Δεν αναγνώρισα την αγάπη και τις ευλογίες Σου, και πάντα πίστευα πως ο σωματικός πόνος ήταν κακό πράγμα. Πλέον βλέπω πως όλα όσα συμβαίνουν τώρα σε εμένα είναι η ευλογία Σου. Μολονότι αυτή η ευλογία αντιβαίνει στις αντιλήψεις μου και μπορεί να φαίνεται, εξ όψεως, πως η σάρκα μου υπομένει πόνο και ταπείνωση, στην πραγματικότητα πρόκειται για Εσένα που μου απονέμεις τον πολυτιμότερο θησαυρό της ζωής, είναι μια μαρτυρία της νίκης Σου ενάντια στον Σατανά και, επιπλέον, πρόκειται για Εσένα που μου δείχνεις την πιο αληθινή, την πιο πραγματική αγάπη. Ω, Θεέ μου! Δεν έχω τίποτε για να Σου ξεπληρώσω την αγάπη και τη σωτηρία Σου. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να Σου προσφέρω την καρδιά μου και να υπομείνω όλον αυτόν τον πόνο και την ταπείνωση για να μείνω σταθερή στη μαρτυρία μου για Εσένα!»

Αυτό που αποτέλεσε πραγματική έκπληξη ήταν πως, πάνω που είχα προετοιμαστεί να μπω στη φυλακή και είχα αποφασίσει να ικανοποιήσω τον Θεό, ο Θεός μού άνοιξε έναν δρόμο διαφυγής. Την 13η ημέρα στο κρατητήριο, ο Θεός εξύψωσε τον γαμπρό μου να προσκαλέσει τους αστυνομικούς να βγούνε έξω και να τους κάνει μερικά δώρα, που του κόστισαν 3.000 γουάν. Επίσης, έδωσε στην αστυνομία 5.000 γουάν, ως εγγύηση για να με αφήσουν ελεύθερη μέχρι την επερχόμενη δίκη. Όταν γύρισα στο σπίτι μου, διαπίστωσα πως η σάρκα στα πόδια μου είχε νεκρώσει από το παρατεταμένο ποδοπάτημα των διαβολικών αστυνομικών. Ήταν σκληρή και μαυρισμένη, και μου πήρε τρεις μήνες να γιατρευτώ. Τα βασανιστήρια που μου επέβαλε η αστυνομία, προκάλεσαν επίσης σοβαρή βλάβη στον εγκέφαλο και την καρδιά μου, και έμεινα να ζω με τις επιπτώσεις. Εξακολουθώ να υπομένω το βάσανο του συγκεκριμένου πόνου μέχρι σήμερα. Αν δεν ήταν η προστασία του Θεού, μάλλον θα είχα μείνει παράλυτη και κατάκοιτη, και το γεγονός πως μπορώ και ζω τώρα μια φυσιολογική ζωή, οφείλεται εξολοκλήρου στη μεγάλη αγάπη και προστασία του Θεού.

Αφού βίωσα αυτόν τον διωγμό και τις αντιξοότητες, κατέληξα πραγματικά να δω τη δαιμονική ουσία της κυβέρνησης του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, που εναντιώνεται στον Θεό. Επίσης κατέληξα να δω καθαρά ότι είναι ο Σατανάς και ο αμετάκλητος εχθρός του Θεού. Τρέφω ένα άσβεστο μίσος μέσα από την καρδιά μου για την κυβέρνηση του ΚΚΚ. Ταυτόχρονα, κατάφερα να αποκτήσω μια βαθύτερη κατανόηση της αγάπης του Θεού από αυτήν που είχα προηγουμένως, και κατέληξα να αντιληφθώ πως όλο το έργο που τελεί ο Θεός στους ανθρώπους γίνεται για τη σωτηρία τους και από αγάπη για εκείνους. Ο Θεός δεν δείχνει την αγάπη Του για εμάς μοναχά μέσω της χάρης και των ευλογιών αλλά, ακόμη περισσότερο, τη δείχνει μέσα από τα βάσανα και τις αντιξοότητες. Καταφέρνοντας να σταθώ ακλόνητη κατά τη διάρκεια των σκληρών βασανιστηρίων στα οποία με υπέβαλε η αστυνομία και των προσβολών με τις οποίες με περιέλουσε, και καταφέρνοντας να βγω από το άντρο των δαιμόνων, κατέληξα να εκτιμήσω πραγματικά το γεγονός πως όλα αυτά οφείλονταν στα λόγια του Παντοδύναμου Θεού που μου έδωσαν πίστη και δύναμη. Και, ακόμη περισσότερο, οφείλονταν στο γεγονός πως εμπνεύστηκα από την αγάπη του Παντοδύναμου Θεού, η οποία με κατέστησε ικανή να κατανικήσω τον Σατανά βήμα βήμα και να φύγω ελεύθερη από το άντρο των δαιμόνων. Ευχαριστώ τον Θεό που με αγάπησε και με έσωσε, δόξα και ευλογία στον Παντοδύναμο Θεό!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου